- λωποδυτικός
- η , ό[ν] воровской; жульнический; мошеннический
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
λωποδυτικός — ή, ό [λωποδύτης] αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον λωποδύτη, που γίνεται με λωποδυσία. επίρρ... λωποδυτικώς με τον τρόπο τού λωποδύτη, με λωποδυσία, όπως οι λωποδύτες … Dictionary of Greek
λωποδυτικός — ή, ό αυτός που αναφέρεται στο λωποδύτη ή γίνεται με λωποδυσία: Με τη λωποδυτική του ικανότητα πλουτίζει χωρίς κόπο … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
κλέφτικος — η, ο και κλέφτικός, ή, ό [κλέφτης] 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον κλέφτη ή στην κλοπή, επιρρεπής στην κλοπή, ληστρικός, λωποδύτικος («κλέφτικος γάτος») 2. (επί τουρκοκρατίας) αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στους κλέφτες, τις ελληνικές… … Dictionary of Greek